μεταχειμάζω

μεταχειμάζω
μεταχειμάζω (Α)
(για τον καιρό) γίνομαι ύστερα θυελλώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + χειμάζω «προσβάλλομαι από καταιγίδα, από τρικυμία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεταχείμασις — μεταχείμασις, ἡ (Α) [μεταχειμάζω] τρικυμία που ακολουθεί κατόπιν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”